- ἐπιθεωροῦντος
- ἐπιθεωρέωexamine over againpres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραρτίδιον — τὸ, Α οικοδομική εγκατάσταση («τοῡ ἀρχιτέκτονος ἐπιθεωροῡντος περὶ τοῡ αὐλυδρίου τὸ παραρτίδιον») … Dictionary of Greek